- Λάχεσις
- Αρχαιοελληνική θεότητα, μία από τις τρεις Μοίρες. Αντιπροσώπευε τον λαχνό που οριζόταν για κάθε άνθρωπο από την τύχη.
* * *η (Α Λάχεσις, -εως και ιων. γεν. -ιος)μία από τις τρεις Μοίρες, η οποία κατά την αρχαία αντίληψη διέθετε τους κλήρους τών ανθρώπων και καθόριζε την τύχη τής ζωής τού καθενός («Κλωθώ τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον, αἵ τε βροτοῑσι γεινομένοισι διδοῡσιν ἔχειν ἀγαθόν τε κακόν τε», Ησιόδ.)αρχ.1. θεότητα τής διανομής2. (ως προσηγορικό) ἡ λάχεσιςο κλήρος, η μοίρα, η τύχη, ο προορισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ- (πρβλ. ἔ-λαχ-ον, αόρ. τού λαγχάνω) + επίθημα -εσις, κατά το πρότυπο τού νέμ-εσις].
Dictionary of Greek. 2013.